Στο μάθημα της Γλώσσας, αλλά και της Μελέτης Περιβάλλοντος, μιλήσαμε για παλιά παιχνίδια, αντικείμενα και παραδόσεις του λαού μας. Ρωτήσαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας και φέραμε στο σχολείο παλιές ιστορίες και παιχνίδια που έπαιζαν παλιότερα τα παιδιά.
Η Νεφέλη έγραψε από τη γιαγιά της, τη Φανή, για τα "Μπαμπαλιούρια", ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο.
"...Κάθε πρωτοχρονιά οι νέοι του χωριού ντύνονται με προβιές ζώων, φοράνε μάσκες από αποξηραμένο δέρμα ζώων και μια ζώνη από κουδούνια.... Από τα χαράματα επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού χοροπηδώντας. Όλες οι νοικοκυρές τους κερνάνε λιχουδιές και τους δίνουν λεφτά.... Την πρώτη φορά που είδα τα "Μπαμπαλιούρια" να έρχονται χοροπηδώντας στο σπίτι μας, τρόμαξα τόσο πολύ με το θόρυβο που έκαναν και σκαρφάλωσα στην αγκαλιά του μπαμπά μου...", λέει η γιαγιά της Νεφέλης.
Ο Κωνσταντίνος ρώτησε τη γιαγιά του και του είπε δυο παλιά παιχνίδια, το τσέρκι και τη σβούρα.
Το τσέρκι ήταν ένα στεφάνι σαν ρόδα ποδηλάτου χωρίς ακτίνες. Σκοπός ήταν να φτάσεις πιο μακριά από όλους το τσέρκι χωρίς να πέσει κάτω. Το έσπρωχνες με ένα ραβδί ή με ένα σίδερο. Το άλλο παιχνίδι, η σβούρα, έπρεπε με ένα σχοινάκι που το τραβούσες, να ρίξεις τη σβούρα, ώστε να περιστραφεί με δύναμη. Νικητής ήταν αυτός που η σβούρα του περιστρεφόταν περισσότερη ώρα.
Ο Αλκίνοος μίλησε με τη γιαγιά του την Αθηνά και του είπε ένα παλιό αίνιγμα - σπαζοκεφαλιά:
"Δυο πατέρες και δυο γιοι
βγήκαν έξω κυνηγοί
και σκοτώσανε λαγούς
και τους φέραν σηκωτούς.
Από έναν ο καθείς
δηλαδή το όλον τρεις.
Τρεις σας λέω το σωστό
και πώς γίνεται αυτό;"
Η Ειρήνη μας έγραψε μεταξύ άλλων μια ιστορία που της είπε η γιαγιά της.
"Ένας ψαράς ήθελε να πιάσει ένα ψάρι, αλλά δεν είχε τύχη. Τα παιδιά του πεινούσαν και ο ψαράς έκλαγε από τη στεναχώρια του. Τότε έπιασε ένα χρυσό ψάρι. Το ψάρι του λέει τότε: "Ρίξε με πάλι μέσα και θα δεις τι καλό που θα σου κάνω!" "Θέλω φαϊ για τα παιδιά μου". Πράγματι, πήγε σπίτι και είδε πολύ φαγητό στο σπίτι του. Η γυναίκα του όμως ζήτησε πολλά πλούτη και στο τέλος τα έχασαν όλα!"
Ο Βαγγέλης και ο Άγγελος έγραψαν από τον παππού και τη γιαγιά τους ένα παιχνίδι, το τζαμί ( ή σκατούλια στη Σύρο και σε άλλα μέρη). Παίζεται με 7 πλατιές πέτρες και γι΄αυτό αλλού το λένε εφτάπετρο.Έβαζαν
εφτά πλακερές πετρίτσες, τη μία πάνω στην άλλη. Ένα παιδί έκανε τη
«μάνα», τα υπόλοιπα σημάδευαν με τη σειρά το σωρό με ένα τόπι. Όταν
γκρεμιζόταν ο σωρός, η «μάνα» έπρεπε να προλάβει να τα ξαναστήσει, να
πάρει τη μπάλα και να χτυπήσει κάποιο παιδί, για να το βγάλει εκτός
παιχνιδιού. Κέρδιζε η ομάδα που έβγαζε όλα τα παιδιά της αντίπαλης
ομάδας από το παιχνίδι.
Η Ελένη μάς περιγράφει τα Πεντόβολα:
Τα πεντόβολα ήταν πέντε πετραδάκια λεία, πέντε βόλοι. Στην
αρχή έπαιρνες έναν βόλο ή πέτρα, τον
πετούσες στον αέρα, έπαιρνες έναν βόλο από
κάτω και έπιανες και τον βόλο που είχες
πετάξει στον αέρα πριν πέσει κάτω. Μετά
αυτούς τους δύο που κρατούσες, τους πετούσες στον αέρα, έπαιρνες έναν από κάτω και
έπιανες και τους άλλους δύο που είχες
πετάξει στον αέρα. Έτσι συνέχιζες ως
τον πέμπτο βόλο. Αν έχανες, συνέχιζε άλλο παιδί της ομάδας. Στη συνέχεια υπήρχαν
άλλοι πέντε γύροι με διαφορετικό όνομα ο
καθένας. Τα πεντόβολα λέγονταν και
αλλιώς : πεντάλιθα.
Η Ρενάτα μας θυμίζει ότι παλιά έπαιζαν πολλά παιχνίδια ομαδικά. Ανάμεσα σε άλλα της είπε η γιαγιά της: ¨Τρεις και το λουρί της μάνας", "Δεν περνάς κυρα-Μαρία" και "Αμπάριζα".
Ο Σοφοκλής ρώτησε τον παππού του από την Κρήτη και του είπε για δυο μεγάλα έθιμα, τον "Κλήδονα", που σημαίνει σημάδι, μάντεμα και γίνεται 24 Ιουνίου. Το άλλο έθιμο είναι το κάψιμο του Ιούδα, στην πλατεία του χωριού, μετά το "Χριστός Ανέστη", το Πάσχα. Επίσης, του μίλησε για τα τραγούδια, τα ριζίτικα και τις κοντυλιές, μουσικές φράσεις.